κροκατομαγειρεία

κροκατομαγειρεία
κροκατομαγειρεία, ἡ (Μ)
φαγητό καρυκευμένο με κρόκο αβγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκᾶτος + μαγειρεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”